mißfallen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

mißfallen (de)

es hat ihr mißfallen - δεν της άρεσε

Αντώνυμα[επεξεργασία]