microscope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
microscope (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
microscope | microscopes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
microscope (fr) αρσενικό
- το μικροσκόπιο