miner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- miner < mine
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
miner (fr)
- (παρωχημένο) καταστρέφω με μια νάρκη
- σκάβω το εσωτερικό ενός αντικειμένου, ξύνω από μέσα
- (μεταφορικά) διαλύω, καταστρέφω, φθείρω
- τοποθετώ νάρκες, ναρκοθετώ
- κάνω κάποιον να αρρωστήσει, να υποφέρει