minerai
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- minerai < minerois < mine
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
minerai | minerais |
minerai (fr) αρσενικό
- το ορυκτό, το μετάλλευμα