mineur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mineur | mineurs |
θηλυκό | mineure | mineures |
mineur (fr)
- (παρωχημένο) μικρότερος, κατώτερος, μικρός
- l'Asie Mineure - η Μικρά Ασία
- δευτερεύων
- un sujet mineur - ένα δευτερεύον θέμα
- (μουσική) ελάσσων
- gamme mineure - ελάσσονα κλίμακα
- ανήλικος
- interdit aux mineurs - ακατάλληλο δι' ανηλίκους
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mineur | mineurs |
θηλυκό | mineure | mineures |
mineur (fr)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mineur < mine
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mineur | mineurs |
mineur (fr) αρσενικό
- ανθρακωρύχος
- (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης που τοποθετεί νάρκες