minimize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | minimize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | minimizes |
αόριστος | minimized |
παθητική μετοχή | minimized |
ενεργητική μετοχή | minimizing |
Ρήμα[επεξεργασία]
minimize (en) (αμερικανική γραφή) και minimise (βρετανική γραφή)
- ελαχιστοποιώ, μειώνω κάτι, ειδικά κάτι κακό, στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο
- μειώνω, προσπαθώ να κάνω κάτι να φαίνεται λιγότερο σημαντικό από ό,τι πραγματικά είναι