ministerio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ministerio | ministerioj |
αιτιατική | ministerion | ministeriojn |
ministerio (eo)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ministerio (la) ουδέτερο
- δοτική και αφαιρετική ενικού του ministerium