ministru
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ministru (ro) αρσενικό
- ο υπουργός
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του ministru
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un ministru | ministrul | nişte ministri | ministrii |
γενική | a unui ministru | ministrului | a unor ministri | ministrilor |
δοτική | unui ministru | ministrului | unor ministri | ministrilor |
αιτιατική | un ministru | ministrul | nişte ministri | ministrii |
κλητική | — | - | — | - |