minuo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

minuo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mi-nu < *mey (μικρός, λίγος)

Ρήμα[επεξεργασία]

minuo

  1. ελαττώνω, μικραίνω, μειώνω
  2. ευτελίζω
  3. συντρίβω

Κλίση[επεξεργασία]