miroitement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.ʁwat.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
miroitement | miroitements |
miroitement (fr) αρσενικό
- το λαμπύρισμα