mitral
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mitral < mitre
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mitral | mitraux |
θηλυκό | mitrale | mitrales |
mitral (fr)
- σχετικός με τη μίτρα