modalité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
modalité | modalités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
modalité (fr) θηλυκό
- ο τρόπος δράσης
- η τροπικότητα
Πηγές[επεξεργασία]
- modalité - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- modalité - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online