molosse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
molosse | molosses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
molosse (fr) αρσενικό
- ο μολοσσός
ενικός | πληθυντικός |
molosse | molosses |
molosse (fr) αρσενικό