momentaneo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | momentaneo | momentanei |
θηλυκό | momentanea | momentanee |
momentaneo (it)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
momentaneo (la)