mona
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλοσαξονικά (ang)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mona (ang)
- η σελήνη
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mona | monaj |
αιτιατική | monan | monajn |
mona (eo)
- σχετικός με το χρήμα, χρηματικός
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mona (ca)