monseigneur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

monseigneur < mon + seigneur

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
monseigneur monseigneurs

monseigneur (fr) αρσενικό

  • τίτλος ευγενείας με τον οποίο απευθυνόμαστε σε κάποιον που ξεχωρίζει από τη θέση του ή τη γέννησή του

Σύνθετα[επεξεργασία]