monti
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βαυαρικά (bar)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- monti < (κληρονομημένο) παλαιά άνω γερμανική manitag < πρωτογερμανική *mēniniz dagaz
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
monti αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- “monti” στο Patuzzi, Umberto, επιμ., (2013) Ünsarne Börtar, Luserna, Italy: Comitato unitario delle linguistiche storiche germaniche in Italia / Einheitskomitee der historischen deutschen Sprachinseln in Italien
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
monti (io)