mot-valise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

mot-valise < mot «λέξη» + valise «βαλίτσα», μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική portmanteau word, έκφραση που εφευρέθηκε από τον Άγγλο συγγραφέα Lewis Carroll

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mo.va.liz/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
mot-valise mots-valises
και mots-valise

mot-valise (fr) αρσενικό

  • (γλωσσολογία) συμφυρμός, λέξη που αποτελείται από τη σύνθεση συλλαβών δύο ή περισσότερων άλλων
    graticiel = gratis + logiciel
    motel = motor + hotel

Συνώνυμα[επεξεργασία]