mot-valise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mot-valise < mot «λέξη» + valise «βαλίτσα», μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική portmanteau word, έκφραση που εφευρέθηκε από τον Άγγλο συγγραφέα Lewis Carroll
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mot-valise | mots-valises και mots-valise |
mot-valise (fr) αρσενικό
- (γλωσσολογία) συμφυρμός, λέξη που αποτελείται από τη σύνθεση συλλαβών δύο ή περισσότερων άλλων
- graticiel = gratis + logiciel
- motel = motor + hotel