motion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
motion | motions |
motion (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η κίνηση, η πράξη ή η διαδικασία της μετακίνησης ή ο τρόπος με τον οποίο κινείται κάτι
- ↪ If a thing is in motion, it is not at rest.
- Όταν ένα πράγμα ευρίσκεται σε κίνηση, δεν είναι σε στάση.
- ↪ If a thing is in motion, it is not at rest.
- η κίνηση, μια συγκεκριμένη κίνηση που γίνεται συνήθως με το χέρι ή το κεφάλι μου, ειδικά για να επικοινωνήσω κάτι
- ↪ with a motion of his hand - με μια κίνηση του χεριού
- ↪ All of her motions were full of grace.
- Όλες της οι κινήσεις ήταν γεμάτες χάρη.
- μια επίσημη πρόταση για συζήτηση και ψηφοφορία σε μια συνεδρίαση
- ↪ On the motion of Mr. A, the committee agreed to adjourn.
- Με πρόταση του κ. Α η επιτροπή απεφάσισε να αναλάβει τη συνεδρίαση.
- ↪ The proposal was adopted/carried/rejected by a majority of 4.
- Η πρόταση υιοθετήθηκε/εγκρίθηκε/απορρίφτηκε με πλειοψηφία 4 ψήφων.
- ↪ On the motion of Mr. A, the committee agreed to adjourn.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | motion |
γ΄ ενικό ενεστώτα | motions |
αόριστος | motioned |
παθητική μετοχή | motioned |
ενεργητική μετοχή | motioning |
motion (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- υποδεικνύω με κίνηση, κάνω νεύμα σε κάποιον να κάνει κάτι, κάνω μια κίνηση, συνήθως με το χέρι ή το κεφάλι μου, για να δείξω σε κάποιον τι θέλω να κάνει
- ↪ He motioned for me to sit down.
- Μου υπέδειξε μια κίνηση (μου έκανε νόημα) να καθίσω.
- ↪ She motioned me out of the room.
- Μου έκανε νεύμα να βγω από το δωμάτιο.
- ↪ He motioned for me to sit down.
Πηγές[επεξεργασία]
- motion (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- motion (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 448. ISBN 9780194325684., λήμμα: κίνηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
motion (fr) θηλυκό