motion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
motion motions

motion (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η κίνηση, η πράξη ή η διαδικασία της μετακίνησης ή ο τρόπος με τον οποίο κινείται κάτι
    If a thing is in motion, it is not at rest.
    Όταν ένα πράγμα ευρίσκεται σε κίνηση, δεν είναι σε στάση.
  2. η κίνηση, μια συγκεκριμένη κίνηση που γίνεται συνήθως με το χέρι ή το κεφάλι μου, ειδικά για να επικοινωνήσω κάτι
    with a motion of his hand - με μια κίνηση του χεριού
    All of her motions were full of grace.
    Όλες της οι κινήσεις ήταν γεμάτες χάρη.
  3. μια επίσημη πρόταση για συζήτηση και ψηφοφορία σε μια συνεδρίαση
    On the motion of Mr. A, the committee agreed to adjourn.
    Με πρόταση του κ. Α η επιτροπή απεφάσισε να αναλάβει τη συνεδρίαση.
    The proposal was adopted/carried/rejected by a majority of 4.
    Η πρόταση υιοθετήθηκε/εγκρίθηκε/απορρίφτηκε με πλειοψηφία 4 ψήφων.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας motion
γ΄ ενικό ενεστώτα motions
αόριστος motioned
παθητική μετοχή motioned
ενεργητική μετοχή motioning

motion (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • υποδεικνύω με κίνηση, κάνω νεύμα σε κάποιον να κάνει κάτι, κάνω μια κίνηση, συνήθως με το χέρι ή το κεφάλι μου, για να δείξω σε κάποιον τι θέλω να κάνει
    He motioned for me to sit down.
    Μου υπέδειξε μια κίνηση (μου έκανε νόημα) να καθίσω.
    She motioned me out of the room.
    Μου έκανε νεύμα να βγω από το δωμάτιο.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

motion (fr) θηλυκό