motoro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | motoro | motoroj |
αιτιατική | motoron | motorojn |
motoro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | motoro | motoroj |
αιτιατική | motoron | motorojn |
motoro (eo)