moussaka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
moussaka | moussakas |
moussaka (fr) θηλυκό
- (γαστρονομία) ο μουσακάς
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
moussaka (it)