mow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα 1[επεξεργασία]
ενεστώτας | mow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mows |
αόριστος | mowed |
παθητική μετοχή | mowed, mown |
ενεργητική μετοχή | mowing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
mow (en)
Ρήμα 2[επεξεργασία]
ενεστώτας | mow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mows |
αόριστος | mowed |
παθητική μετοχή | mowed |
ενεργητική μετοχή | mowing |
mow (en)
- κάνω γκριμάτσες