mullet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mullet (en)

  1. ο κέφαλος
  2. είδος κουρέματος, κοντό μαλλί στα πλάγια και μπροστά και ουρά πίσω, τσιγγάνικο κούρεμα, γυφτοκουρεψιά