multo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

multo < mult + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική multo multoj
αιτιατική multon multojn

multo (eo)

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

multo < multa

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmul.toː/

Ρήμα[επεξεργασία]

multo (la) (multō1, multāvī, multātum, multāre)

Κλίση[επεξεργασία]