murder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
murder murders

murder (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας murder
γ΄ ενικό ενεστώτα murders
αόριστος murdered
παθητική μετοχή murdered
ενεργητική μετοχή murdering

murder (en)

  • δολοφονώ, σκοτώνω κάποιον σκόπιμα και παράνομα
    They murdered him in an ambush in order to rob him.
    Τον δολοφόνησαν σε ενέδρα για να τον ληστέψουν.
    an unknown person was found murdered - άγνωστος βρέθηκε δολοφονημένος

Πηγές[επεξεργασία]