muscadier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
muscadier | muscadiers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
muscadier (fr) αρσενικό
- (φυτό) η μοσχοκαρυδιά
ενικός | πληθυντικός |
muscadier | muscadiers |
muscadier (fr) αρσενικό