muso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muso | musoj |
αιτιατική | muson | musojn |
muso (eo)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
muso (it) αρσενικό