muzikisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muzikisto | muzikistoj |
αιτιατική | muzikiston | muzikistojn |
muzikisto (eo)
- ο μουσικός, ο οργανοπαίκτης