muzo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muzo | muzoj |
αιτιατική | muzon | muzojn |
muzo (eo)
- η μούσα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muzo | muzoj |
αιτιατική | muzon | muzojn |
muzo (eo)