néphrectomie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
néphrectomie | néphrectomies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
néphrectomie (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η νεφρεκτομή
ενικός | πληθυντικός |
néphrectomie | néphrectomies |
néphrectomie (fr) θηλυκό