néphropathie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
néphropathie | néphropathies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
néphropathie (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η νεφροπάθεια
ενικός | πληθυντικός |
néphropathie | néphropathies |
néphropathie (fr) θηλυκό