nów
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- nów < nowy
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nów (pl) αρσενικό
- (αστρονομία, λαϊκότροπο) νέα σελήνη, καινούριο φεγγάρι]