nötig

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

nötig (de)

er hat es nötig - το χρειάζεται
es ist nötig - είναι αναγκαίο