naczynie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική naczynie naczynia
γενική naczynia naczyń
δοτική naczyniu naczyniom
αιτιατική naczynie naczynia
οργανική naczyniem naczyniami
τοπική naczyniu naczyniach
κλητική naczynie naczynia

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

naczynie (pl) ουδέτερο

  1. σκεύος
  2. δοχείο
  3. (βιολογία) αγγείο