namorado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
namorado | namorados |
namorado (pt) αρσενικό (θηλυκό namorada)
- ο ερωτευμένος, ο φίλος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
namorado | namorados |
namorado (pt) αρσενικό (θηλυκό namorada)