napięcie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

napięcie < napiąć

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

napięcie (pl) ουδέτερο

  1. (κοινά) η ένταση
  2. (φυσική) η τάση, η διαφορά δυναμικού

Συγγενικά[επεξεργασία]