narcissism
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
narcissism | narcissisms |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /nɑːˈsɪsɪzəm/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
narcissism (en)
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
narcissism (sv)