narrow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | narrow |
συγκριτικός | narrower |
υπερθετικός | narrowest |
narrow (en)
- στενός, με μικρό πλάτος
- ↪ The narrow bed is not comfortable at all.
- Το στενό κρεβάτι δεν είναι καθόλου άνετος.
- ↪ The narrow bed is not comfortable at all.
- στενός, που είναι περιορισμένος με τρόπο που αγνοεί σημαντικά θέματα ή τις απόψεις άλλων ανθρώπων
- ↪ a man with a narrow mind - άνθρωπος με στενό μυαλό
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | narrow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | narrows |
αόριστος | narrowed |
παθητική μετοχή | narrowed |
ενεργητική μετοχή | narrowing |
narrow (en)