nasillement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
nasillement nasillements

nasillement (fr) αρσενικό

  1. η ρινοφωνία
  2. η κραυγή της πάπιας