native

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός native
συγκριτικός more native
υπερθετικός most native

Επίθετο[επεξεργασία]

native (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) γενέθλιος, μητρικός, που συνδέεται με τον τόπο που γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου
    native land/city - γενέθλια γη/πόλη
    our native language - η μητρική μας γλώσσα
  2. αυτόχθων, γηγενής
    the native Americans
  3. ντόπιος, ιθαγενής
  4. που κατέχει κάτι από τη γέννησή του
    native speaker - φυσικός ομιλητής
  5. (πληροφορική) το εγγενές λογισμικό
    you might not find native Windows 10 drivers
    ενδέχεται να μην βρείτε εγγενείς οδηγούς συσκευών των Windows 10 (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)

Πηγές[επεξεργασία]