natura

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αραγονικά (an)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

natura (an)

  1. η φύση



Αστουριανά (ast)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

natura (ast)

  1. η φύση



Γαλικιανά (gl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

natura (gl)

  1. η φύση



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

natura < natur- + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική natura naturaj
αιτιατική naturan naturajn

natura (eo)



Ιντερλίνγκουα (ia)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

natura (ia)

  1. η φύση



Ιντερλίνγκουε (ie)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

natura (ie)

  1. η φύση



Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

natura (es)

  1. η φύση



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

natura (it)

  1. η φύση



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

natura (la) θηλυκό



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /naˈtura/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

natura (pl) θηλυκό

  1. η φύση

Συγγενικά[επεξεργασία]