naturalny

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

naturalny < natura

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌnatuˈralnɨ/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

naturalny (pl)

  1. φυσικός με τις έννοιες: