naturalny
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- naturalny < natura
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌnatuˈralnɨ/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
naturalny (pl)
- φυσικός με τις έννοιες:
- προέρχεται από τη φύση ή ανήκει στη φύση
- ο πιο συνηθισμένος
- (μαθηματικά) αριθμός του συνόλου των ακεραίων (θετικός ή μη αρνητικός)