nawak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

nawak: (verlan) Λέξη της verlan για n’importe quoi > portninwak (προφορά /pɔʁt.nɛ̃.wak/) >  portnawak /pɔʁt.na.wak/ με αντικατάσταση του φωνήματος [a.wa] > [ɛ̃.wa] που ήταν ξένο στη γαλλική γλώσσα, και μετά, με αφαίρεση, nawak.
Το παράγωγό του και συνώνυμο n’importe nawak /nɛ̃.pɔʁt.na.wak/ ακολουθεί τον κανόνα της εκφραστικής επανάληψης, κάτι που παρατηρείται, πχ., στο au jour d’aujourd’hui.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /na.wak/

Αντωνυμία[επεξεργασία]

nawak (fr) άκλιτο

  1. ό,τι νάναι, παράλογος, άσχετος, που δεν σημαίνει τίποτα
    C’est nawak ce truc, ça n’a aucun sens !
    Coxx*, c’est 120% nawak, plus un bon quart de folie qui confine au génie.
     αντώνυμα: sensé, logique, cohérent
  2. ό,τι νάναι, χωρίς αξία, χωρίς ενδιαφέρον
    Oublie ça, c’est nawak.
     συνώνυμα: futile, frivole, inintéressant
     αντώνυμα: intéressant
  3. ό,τι νάναι, λάθος, λανθασμένος, αταίριαστος, κακοφτιαγμένος
    C’est nawak ce que tu as fait, il faut tout recommencer.
     συνώνυμα: faux, inadapté, inapproprié, incorrect, mal fichu
     αντώνυμα: professionnel, correct, adapté, approprié

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

nawak (fr) αρσενικό άκλιτο (λαϊκότροπο)

  1. ό,τι νάναι, οτιδήποτε
    C’est le roi du nawak.
  2. θεωρία που υποστηρίζει μια τέτοια εικόνα του κόσμου
    Le nawak vaincra, vive le nawak !
    Il faut se sacrifier sur l’autel du nawak.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • absurde στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια