nawak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- nawak: (verlan) Λέξη της verlan για n’importe quoi > portninwak (προφορά /pɔʁt.nɛ̃.wak/) > portnawak /pɔʁt.na.wak/ με αντικατάσταση του φωνήματος [a.wa] > [ɛ̃.wa] που ήταν ξένο στη γαλλική γλώσσα, και μετά, με αφαίρεση, nawak.
- Το παράγωγό του και συνώνυμο n’importe nawak /nɛ̃.pɔʁt.na.wak/ ακολουθεί τον κανόνα της εκφραστικής επανάληψης, κάτι που παρατηρείται, πχ., στο au jour d’aujourd’hui.
Προφορά[επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
nawak (fr) άκλιτο
- ό,τι νάναι, παράλογος, άσχετος, που δεν σημαίνει τίποτα
- ό,τι νάναι, χωρίς αξία, χωρίς ενδιαφέρον
- ↪ Oublie ça, c’est nawak.
- ≈ συνώνυμα: futile, frivole, inintéressant
- ≠ αντώνυμα: intéressant
- ό,τι νάναι, λάθος, λανθασμένος, αταίριαστος, κακοφτιαγμένος
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- n'importe quoi
- n’importe nawak
- port’nawak, portnawak
- portninwak
- absurde, insensé, incongru, décalé, illogique, surréaliste, délirant, incohérent, hétéroclite
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nawak (fr) αρσενικό άκλιτο (λαϊκότροπο)
- ό,τι νάναι, οτιδήποτε
- ↪ C’est le roi du nawak.
- θεωρία που υποστηρίζει μια τέτοια εικόνα του κόσμου
- ↪ Le nawak vaincra, vive le nawak !
- ↪ Il faut se sacrifier sur l’autel du nawak.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- absurde στη γαλλική Βικιπαίδεια