nearly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός nearly
συγκριτικός more nearly
υπερθετικός most nearly

Ετυμολογία [επεξεργασία]

nearly < near + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

nearly (en)

  • σχεδόν, κοντά, κοντεύω
    We are nearly ready.
    Είμαστε σχεδόν έτοιμοι.
    It is nearly midnight.
    Είναι κοντά μεσάνυχτα.
    We have been waiting at the stop for nearly half an hour.
    Είναι κοντά μισή ώρα που περιμένουμε στη στάση.
    She nearly drove him mad.
    Κόντεψε να τον τρελάνει.
    I nearly strangled him.
    Κόντεψα να τον πνίξω!
    I was nearly killed.
    Κόντεψα να σκοτωθώ.
     συνώνυμα: near, → και δείτε τη λέξη almost

Πηγές[επεξεργασία]