negoco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | negoco | negocoj |
αιτιατική | negocon | negocojn |
negoco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | negoco | negocoj |
αιτιατική | negocon | negocojn |
negoco (eo)