nerveux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- nerveux < μέση γαλλική nerfveux < παλαιά γαλλική nerveus < λατινική nervosus
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nerveux | nerveux |
θηλυκό | nerveuse | nerveuses |
nerveux (fr)