netteté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
netteté | nettetés |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
netteté (fr) θηλυκό
- η ευκρίνεια
- η σαφήνεια
- η καθαρότητα
ενικός | πληθυντικός |
netteté | nettetés |
netteté (fr) θηλυκό