neurologue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
neurologue | neurologues |
neurologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο/η νευρολόγος
ενικός | πληθυντικός |
neurologue | neurologues |
neurologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό