nevoeiro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
nevoeiro | nevoeiros |
nevoeiro (pt) αρσενικό
- η ομίχλη
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
nevoeiro | nevoeiros |
nevoeiro (pt) αρσενικό