niemowlę
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
niemowlę (pl) ουδέτερο
- μωρό (πολύ νεαρό παιδί που δεν ξέρει ακόμα να μιλά)
niemowlę (pl) ουδέτερο