niemowlę

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

niemowlę < nie (δεν) + mówić (μιλώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɲɛ̃ˈmɔvlɛ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

niemowlę (pl) ουδέτερο

  • μωρό (πολύ νεαρό παιδί που δεν ξέρει ακόμα να μιλά)

Συγγενικά[επεξεργασία]